μετοικεσία

μετοικεσία
3350 μετοικεσία
{сущ., 4}
переселение, переезд (Мф. 1:11, 12, 17).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μετοικεσία" в других словарях:

  • μετοικεσία — μετοικεσίᾱ , μετοικεσία captivity fem nom/voc/acc dual μετοικεσίᾱ , μετοικεσία captivity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικεσίᾳ — μετοικεσίαι , μετοικεσία captivity fem nom/voc pl μετοικεσίᾱͅ , μετοικεσία captivity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικεσία — η (ΑΜ μετοικεσία και ιων. τ. μετοικεσίη) 1. η μετοίκηση, αλλαγή τόπου διαμονής ή κατοικίας («καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος μετοικεσίαν εἰς Βαβυλῶνα», ΠΔ) 2. φρ. «μετοικεσία τῆς Βαβυλῶνος» η μεταφορά τών Εβραίων στη Βαβυλώνα ως αιχμαλώτων… …   Dictionary of Greek

  • μετοικεσία — η αλλαγή κατοικίας ή τόπου διαμονής, μετοίκηση: Η μετοικεσία από την πρωτεύουσα στην επαρχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετοικεσίας — μετοικεσίᾱς , μετοικεσία captivity fem acc pl μετοικεσίᾱς , μετοικεσία captivity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικεσίαν — μετοικεσίᾱν , μετοικεσία captivity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικεσίην — μετοικεσία captivity fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκηση — η (ΑΜ μετοίκησις) [μετοικώ] 1. αλλαγή τού τόπου κατοικίας ή τού τόπου διαμονής, μετοικεσία 2. εγκατάσταση σε ξένη χώρα, μετανάστευση 3. φρ. «μετοίκηση τής Βαβυλώνος» η μετοικεσία τής Βαβυλώνος νεοελλ. 1. μτφ. α) κάθε ομαδική μετακίνηση σε άλλο… …   Dictionary of Greek

  • αποικεσία — ἀποικεσία, η [αποικώ] 1. η απομάκρυνση από την πατρίδα 2. η μετοικεσία Βαβυλώνος (ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • αποικισμός — Εκπληκτικής σημασίας ιστορική δραστηριότητα που εκδηλώθηκε σε δύο περιόδους στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Η κάθοδος των Δωριέων και των συγγενικών με αυτούς φύλων προκάλεσε πολλές μετακινήσεις στον ελληνικό χώρο. Όσοι από τους παλαιούς… …   Dictionary of Greek

  • εξανάσταση — η (AM ἐξανάστασις) [εξανασταίνω] εκκλ. ανάσταση νεκρών, έγερση από τον τάφο νεοελλ. 1. η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του 2. μτφ. εξέγερση, ξεσήκωμα, υποκίνηση σε επανάσταση, στάση, ανταρσία, αναστάτωση μσν. 1. ανέγερση, ανόρθωση 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»